αργύριο

αργύριο
και -ον, το (AM ἀργύριον) [άργυρος]
πληθ.
1. χρήματα
2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας
3. ο άργυρος ως μέταλλο
αρχ.
1. μικρό νόμισμα, κέρμα
2. τα χρήματα, τα μετρητά
3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» — ορισμένο χρηματικό ποσό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αργύριο — το αρχικά μικρό ασημένιο νόμισμα, αργότερα γενικά τα χρήματα: Πήρε τα αργύρια για την προδοσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέο Αργύριο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.) του νομού Ευρυτανίας …   Dictionary of Greek

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • εκέχειρον — ἐκέχειρον και ἐκεχείριον, το (Α) 1. τα έξοδα τού ταξιδιού τών θεωρών ή τών κηρύκων που ανάγγελλαν την ιερή εκεχειρία 2. αργύριο …   Dictionary of Greek

  • εξαργυρίζω — ἐξαργυρίζω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) μεταβάλλω σε αργύριο, σε χρήμα, δίνω κάτι και παίρνω χρήματα, πουλώ, εξαργυρώνω 2. μέσ. παίρνω με τη βία χρήματα από κάποιον («ἐπειδή δε πάντας ἐξηργυρίσαντο», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • καταργυρώ — καταργυρῶ, όω (Α) [κατάργυρος] 1. καλύπτω με άργυρο, επαργυρώνω («τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην», Διόδ.) 2. αγοράζω ή δωροδοκώ με αργύριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”