αργύριο — το αρχικά μικρό ασημένιο νόμισμα, αργότερα γενικά τα χρήματα: Πήρε τα αργύρια για την προδοσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέο Αργύριο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.) του νομού Ευρυτανίας … Dictionary of Greek
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
εκέχειρον — ἐκέχειρον και ἐκεχείριον, το (Α) 1. τα έξοδα τού ταξιδιού τών θεωρών ή τών κηρύκων που ανάγγελλαν την ιερή εκεχειρία 2. αργύριο … Dictionary of Greek
εξαργυρίζω — ἐξαργυρίζω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) μεταβάλλω σε αργύριο, σε χρήμα, δίνω κάτι και παίρνω χρήματα, πουλώ, εξαργυρώνω 2. μέσ. παίρνω με τη βία χρήματα από κάποιον («ἐπειδή δε πάντας ἐξηργυρίσαντο», Πολ.) … Dictionary of Greek
καταργυρώ — καταργυρῶ, όω (Α) [κατάργυρος] 1. καλύπτω με άργυρο, επαργυρώνω («τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην», Διόδ.) 2. αγοράζω ή δωροδοκώ με αργύριο … Dictionary of Greek